ελασμός

ελασμός
ἐλασμός, ο (Α)
1. έλαση, εκδίωξη
2. έλασμα, φύλλο μετάλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐλασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασμοί — ἐλασμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασμοῦ — ἐλασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασμούς — ἐλασμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλασμόν — ἐλασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elasmosaurus — Temporal range: Late Cretaceous, 80.5 Ma …   Wikipedia

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”